πολυχρωμία

πολυχρωμία
Έγχρωμη τυπογραφική αναπαραγωγή ενός έγχρωμου πρωτότυπου. Όπως και στην έγχρωμη φωτογραφία, όλα τα χρώματα της ίριδας μπορούν να αναπαραχθούν με τρία βασικά χρώματα. Στην τυπογραφία τα χρώματα είναι: κίτρινο, κόκκινο (ματζέντα), μπλε και μαύρο, το οποίο είναι βοηθητικό και μπαίνει στα σκιερά σημεία. Η πρώτη φάση της αναπαραγωγής μιας π., η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι τετραχρωμία (ή τριχρωμία, αν δεν χρησιμοποιείται το μαύρο) είναι φωτογραφική ή του διαχωρισμού των χρωμάτων. Η έγχρωμη εικόνα ή διαφάνεια φωτογραφίζεται με τρία φίλτρα: κόκκινο, πράσινο και μπλε. Με το κόκκινο φίλτρο βγαίνει το αρνητικό του μπλε· με το πράσινο, το αρνητικό του κόκκινου (ματζέντα)· με το μπλε, το αρνητικό του κίτρινου. Από τα αρνητικά αυτά αναπαράγονται τα θετικά, που στην περίπτωση αυτή είναι διαφάνειες με ράστερ ή άλλου είδους κουκκίδες. Από τα θετικά γίνεται η μεταφορά στον τσίγκο (μήτρα εκτύπωσης) και τυπώνονται ξεχωριστά το κάθε χρώμα, το ένα μετά το άλλο. Από τη σύνθεση των τεσσάρων χρωμάτων, καθώς τυπώνονται έτσι το ένα πάνω στο άλλο, σχηματίζεται η έγχρωμη εικόνα. Στα θετικά ράστερ, για κάθε χρώμα, οι κουκκίδες πρέπει να έχουν διαφορετική κλίση μεταξύ τους, ώστε να μη συμπίπτουν κατά το διαδοχικό τύπωμα του ενός χρώματος επί του άλλου, γιατί τότε οι εικόνες σχηματίζουν ένα είδος ψάθας (μουαρέ). Επειδή όμως τα φιλμ, που χρησιμοποιούνται κατά την αρχική φάση του διαχωρισμού, δεν έχουν όλα την ίδια ευαισθησία και κυρίως επειδή τα τυπογραφικά μελάνια δεν αντιστοιχούν απόλυτα στα θεωρητικά χρώματα, για να αποδοθούν τα χρώματα κατά την τελική εκτύπωση πρέπει να διορθωθούν. Η διόρθωση αυτή γίνεται είτε με το χέρι, από ειδικούς τεχνίτες με κατάλληλο μασκάρισμα, είτε με τη βοήθεια ειδικών φιλμ, που τοποθετούνται σε διπλοτυπία με το αρνητικό (μάσκες) τη στιγμή που αποτυπώνεται το θετικό. Εκτός από τους δύο αυτούς τρόπους, η διόρθωση μπορεί να γίνει και με ηλεκτρονικά μηχανήματα: με βάση τα χαρακτηριστικά των φιλμ και των μελανιών που χρησιμοποιούνται, τον τύπο του πρωτότυπου που πρόκειται να αναπαραχθεί και το αποτέλεσμα που επιδιώκεται, τα μηχανήματα αυτά διορθώνουν αυτόματα τα θετικά με τη βοήθεια ενός απειροελάχιστου φωτεινού φάσματος. Όταν η έγχρωμη εικόνα πρέπει να τυπωθεί απολύτως πιστά προς το πρωτότυπο, τότε τα 4 χρώματα δεν αρκούν και αναπαράγονται 5, 6 ή και περισσότερα: συνήθως ως βοηθητικά χρώματα χρησιμοποιούνται το γαλάζιο και το ροζ σε τόνους διαφορετικούς (πιο θερμούς ή πιο ψυχρούς) από το αρχικό μπλε και κόκκινο. Στην περίπτωση αυτή το διαχωρισμό τον κάνει ο τεχνίτης, ο οποίος διαφοροποιεί με το χέρι του τους τόνους στα σημεία όπου είναι ανάγκη και στα 4 χρώματα. Ο τεχνίτης επίσης με το χέρι του θα κάμει τον κατάλληλο διαχωρισμό χρωμάτων στην χρυσοτυπία και στην αργυροτυπία, ώστε να τυπωθούν τα σωστά μελάνια στις προκαθορισμένες ζώνες. Πολυχρωμία. Αριστερά, έξι φωτογράμματα στα οποία αναλύεται η σύνθεση των χρωμάτων κατά την εκτύπωση σε τετραχρωμία: 1) κίτρινο· 2) κόκκινο· 3) κίτρινο και κόκκινο· 4) μπλε· 5) κίτρινο, κόκκινο και μπλε· 6) κίτρινο, κόκκινο, μπλε και μαύρο. Δεξιά, ανάλυση της διαδικασίας που χρησιμοποιείται κατά την εκτύπωση σε τριχρωμία.
* * *
η, Ν [πολύχρωμος]
1. η ιδιότητα τού πολύχρωμου, το να έχει κανείς ή κάτι πολλά χρώματα, το να έχει απεικονιστεί ή διακοσμηθεί με ποικίλα χρώματα
2. η συνήθεια τών αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών να βάφουν με ζωηρά χρώματα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη τών ναών, καθώς και τα ενδύματα, τα μαλλιά και άλλα μέρη τών αγαλμάτων
3. λιθογραφική ή τυπογραφική μέθοδος εκτύπωσης εικόνων ή κειμένων με συνδυασμό δύο, τριών ή τεσσάρων χρωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυχρωμία — η ποικιλία χρωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Полихромия — (Πολυχρωμία многоцветность) раскраска архитектурных и скульптурных произведений в разные цвета; употреблялась с самых древних времен вплоть до эпохи Возрождения. У древних греков она не ставила себе исключительною задачею воспроизводить… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • διχρωμία — Στην τυπογραφική ορολογία δ. είναι η εκτύπωση με τη χρήση δύο χρωμάτων. Η μέθοδος αυτή εκτύπωσης εικόνων δίνει ένα σχετικό αποτέλεσμα, με την παράλειψη ορισμένων πεδίων του φάσματος, που πλησιάζει την πολυχρωμία. Χρησιμοποιείται όταν επιδιώκεται… …   Dictionary of Greek

  • Καστοριά — Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου… …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”